- λαϊκιστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαϊκισμό («προβάλλει ένα σαφώς λαϊκιστικό πρόγραμμα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαϊκίστικος — η, ο ο επιφανειακά λαϊκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)